επισύναψη

επισύναψη
η
το να επισυνάπτεται (βλ. λ.) κάτι σε άλλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισυνάψῃ — ἐπισυνάπτω join on aor subj mid 2nd sg ἐπισυνάπτω join on aor subj act 3rd sg ἐπισυνάπτω join on fut ind mid 2nd sg ἐπισυνά̱ψῃ , ἐπισυνάπτω join on futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἐπισυνά̱ψῃ , ἐπισυνάπτω join on futperf ind mid 2nd sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”